ἀμυλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αμυλώνω, ‘μυλ-λών-νω Κύπρ. Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμυλο, παρ’ ὅ καὶ ‘μύλ-λα.
Σημασιολογία
1)Τρὠγων λιπαρόν φαγητόν αισθάνομαι κατόπιν γεῦσιν οἱονεὶ χοιρινοῦ λίπους Σύμ.: Ἔφαά το καὶ ‘μύλ-λωσα. 2)Καταλύω τὴν νηστείαν, τρώγω πασχαλινά φαγητὰ Κύπρ.: Ἐνήστεψα οὕλ-λην τὴν Σαρακοστὴν τ’ ‘ὲν ἐμύλ-λωσα. Σαρακοστὴ ἔνι ταὶ τρώει ‘μυλ-λωμένατ’ ‘ὲν ἀνατρέπεται!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA