ἄμφια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμφια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄμφια τὰ, κοιν. ὡς ὅρ. ἐκκλησιαστικὸς.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἄμφιον.
Σημασιολογία
Τὰ διάφορα ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα περιβάλλονται οἱ κληρικοὶ κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν διαφόρων ἱεροτελεστιῶν, ἢ καὶ τὰ ἐξ ὑφάσματος καλύμματα τὴς ἁγίας τραπέζης, τῆς προθέσεως, τῶν ἱερῶν σκευῶν κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA