ἀμωρᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμωρᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμωρᾶτος ὁ, Άθῆν. (παλαιότ.)Ζάκ. ἀμωρᾶδος Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. amorato.

Σημασιολογία

Ὁ ἀγαπῶν ἐρωτικῶς, έραστής: ᾎσμ. Πέρδικα μου πλουμιστή, | ποῦ ἦσουν ἀπὸ τὴν αὐγή; —Μάννα μου, ‘ςτὴν ἄμπλα μου | καὶ ‘ς τὴν ἀμωρᾶτα μου Ἀθῆν. (παλαιότ.)Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμωρῶζος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/