ἀμωρωζάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμωρωζάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμωρωζάκι τὸ, άμουρουζάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀμωρῶζος.

Σημασιολογία

Ἐραστής, ἀγαπητικός (θωπευτικῶς) : Ὄχου, τ’ἀμουρουζάκι μου, ὄμορφο ποῦ ‘ναι! Συνών. ἀγαπητικούτσικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/