ἀμωρωζεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμωρωζεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμωρωζεύομαι ἀμάρτ. άμουρουζεύομαι Σῦρ. ἀμουρουζεύγομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)ἀμουρουζεύγουμαι Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμωρῶζος.
Σημασιολογία
Αἰσθάνομαι ἔρωτα πρός τινα, ἐρῶμαι ἔνθ. ἀν: Ἀμουρουζεύγουνται-ν- οἱ δυ̮ὸ τοῦτοι Ἀπύρανθ.Τῆν βασιλοπούλλα τὴν άμουρουζεύγουντὰνε δυ̮ὸ λεβέντες (ἐκ παραμυθ.)Νάξ. Συνών. ἀγαπῶ 2,ἐρωτεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA