ἀμωρῶζος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμωρῶζος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμωρῶζος ὁ, Ἀθῆν.(παλαιότ.)Ἄνδρ. Νἀξ. ἀμωροῦζος Κύθν. Νάξ. (Δαμαρ. Καλόξ.)ἀμωροῦτζος Σῦρ. ἀμουρῶζος Ἄνδρ. ἀμουροῦζος Κίμωλ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κ. ἀ.)Τῆν. ἀμουροῦτζος Σίφν. ἀμ’ρζὸς Πάρ. (Λεῦκ.)ἀμουρῖζος Μύκ. ‘μωρῶζος Κέρκ. Πελοπν. (Τριφυλ.)‘μουροῦζους Θεσσ. Θηλ. ἀμουρέζ-ζα Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. amoroso. Τὸ θηλ. ἀμοροῦζα καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Ὁ αἰσθανόμενος πρὸς τινα ἔρωτα, ἐραστὴς ἔνθ. άν.: Κἀνέναν ἀμουροῦζο ‘χει ἡ δεῖνα Ἀπύρανθ. Ἡ ἀμουροῦζα μου μ’ ἐρνίστικε αύτόθ. Τ’νἔ’ ‘μουρῶζα αύτή, δὲν εἶνι ’ναῖκα τ’Θεσσ. Πά’ νὰ μιλήσω λι̮άτσι μὲ τὴν άμουροῦζα μου Κύθν. || Παρμοιμ φρ. Τ’ ἀμουρούζου μου ὁ σκύλλος | ἀμουροῦζος μου κ’ ἐκεῖνος (τὰ τοῦ ἐραστοῦ μου πάντα άγαπητὰ)Ἀπύρανθ. || ᾌσμ. Μι̮ὰ-ν-κόρη ρόδα μάζωνε κι̮ ἀθοὺς ἐκορφολόα νά πέψῃ τ’ ἀμουρούζου τση καὶ τ’ ἀγαπητικοῦ τση Νάξ. Πέρδικα τῆς ἀκρογι̮αλι̮ᾶς, τῆς γῆς περιποκλάδα, ἦρθεν ὁ ἀμουρῶζος σου νὰ κάμῃ πατινάδα Ἄνδρ. Συνών. ἀγαπητικός 2, ἀγαπητὸς 2, ἀγαπῶς, ἀμωρᾶτος, ἐρωμένος, καλός. Συνών. τοῦ θηλ. ἀμωρῶζα ἰδ. ἐν λ. ἀμωρίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA