ἀναβαλλούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβαλλούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναβαλλούδα ἡ, Πόντ.(Ἀμισ.) ἀναβαλλούγα Πόντ. (Ὄφ. ᾿Αμισ.) ἀναβαλλούκα Ποντ. (Σούρμ.) ἀναβαγούλλα Πόντ. (᾿Αμισ.) ἀναβαλλούδας ὁ, Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀρχ. μετοχ ἀναβάλλων τοῦ ρ. ἀναβάλλω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οὐδα Πβ. καὶ Εὐστάθ. 1404,38 «ἀναβάλλειν γὰρ καὶ τὸ ἀνάγειν, οἱ γοῦν ὀρύσσοντες ἀναβάλλειν χοῦν λέγονται... καὶ μύρμηκες δὲ ἀναβάλλουσι κάτωθεν τὸν χοῦν». Ὁ τύπ. ἀναβ γούλλα ἐκ τοῦἀναβαλλούγα κατὰ μετάθεσιν.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀρουραῖος μῦς, ἀσπάλαξ (ὡς ἀναβάλλων τὸ χῶμα) ἔνθ᾽ ἀν.: Πολλὰ ἀναβαλλούγας εἶναι ἀδαχαγκἑσ’ (πολλοὶ ἀσπάλακες εἶναι εἰς αὐτὸ τὸ μέρος κατ’ ἐδῶ) ᾿΄Οφ. Σὰν ἀναβαλλούδας τρέδει ἀδἀ κ’ ἐκεῖ (ἐπὶ τοῦ ταχέως καὶ ἐπιδεξίως ἐργαζομένου) Οἰν. Συνών. ἀναβολέας 2, τυφλοπόντικος. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ λάθρᾳ ἐνεργῶν κατ’ ἄλλου, ταραξίας Πόντ. (᾿Αμισ.) Συνών. ἀναβολέας 2 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA