ἀναβαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβαλώνω Πελοπν.(Κάμπος Λακων.) ἀνεβαλώνω Α.Κρήτ. Μετοχ. ’ναβαλωμε’νος Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβάλλω διὰ τοῦ ἀορ. τῆς ὑποτακτ. ν᾿ ἀναβάλω καὶ τῆς παθ. μετοχ. ἀναβαλωμένος, ὅθεν ἀναβαλώνομαι-ἀναβαλώνω Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοιούτων εἰς -ώνω ρημάτων ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,580 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Αὐξάνομαι κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος, μεγαλώνω Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): ᾿Αναβάλωσε τὸ πουλλί.Ι Φρ. Νὰ μὴν ἀναβαλώσῃς! (ἀρά). 2) Δυναμώνω, ἐπὶ ἀσθενοῦς Πελοπν.(Κάμπος Λακων.) Συνων. φρ. Παίρνω ἀπάνω μου. 3) Διαβάλλω, διασύρω, συκοφαντῶ Α.Κρήτ. Σύμ. : ᾽Ανεβάλωσἐ μού τονε νὰ σοῦ δώσω ἑκατὸ δραχμὲς Κρήτ. Ἡ μετοχ. ᾽ναβαλωμένος=δυσφημισθεὶς Σύμ. Συνών. ἀναβάλλω 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA