ἀναβασταχτῆρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβασταχτῆρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναβασταχτῆρα ἡ, Δ.Κρήτ. ἀνεβασταχτῆρα Α.Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀναβαστακτήρ.

Σημασιολογία

1) Ράβδος διχαλωτὴ κατὰ τὸ ἕτερον ἄκρον ὑποβαστάζουσα τὸ ἓν μέρος τοῦ φορτίου ἐπὶ τῆς μιᾶς πλευρᾶς τοῦ φορτωνομένου ζῴου (ὄνου, ἡμιόνου, ἵππου) πρὸς ἱσορροπίαν, μέχρις οὗ τεθῇ καὶ ἐπὶ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς τοῦ ζῴου τὸ φορτίον ἔνθ᾿ ἀν.: Βάλε τὴν ἀναβασταχτῆρα άποκάτω ἀπὸ τὸ ᾿μιγόμι, ὥστε νὰ φορτὠσω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη bάdα (᾿μιγόμι= ἡμίγομον, τὸ ἥμισυ τοῦ φορτίου. ὥστε=ἕως ὅτου) Δ.Κρήτ. Πᾶρε τήν ἀνεβασταχτῆρα νά φορτώσῃς, γιατὶˬ δὲν πιστεύγω νά ’ναι κἀνεὶς ἐκε͜ιὰ νὰ σοῦ ᾿νεβαστᾷ Σητ. Συνών. βασταχτῆρα, φορτωτῆρα. 2) Δακτυλιόλιθος, τὸν ὁποῖον φέρουν αἱ γυναῖκες καὶ περὶ τοῦ ὁποίου πιστεύουν ὅτι ἔχει μαγικὴν δύναμιν, ὅπως προφυλάττῃ αὐτὰς ἀπὸ ἀποβολὴν κττ. Δ.Κρητ.: Αὐτὴ πάντα τση βαστᾷ ἀπανω τση ἀναβασταχτῆρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/