ἀνάβγαλμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάβγαλμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάβγαλμα τό, Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀναβγάλλω

Σημασιολογία

1) Ἐμφάνισις, φανέρωμα ἔνθ᾽ ἀν. : Τὸ ἀνάβγαλμα τοῦ φεγγαριˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Συνών. ξέβγαλμα 2) Ἡ περί τινος ἀνθρώπου, ἰδίᾳ κόρης κακὴ φήμη Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. ’Σ τοὶ; ὄμορφες ἀνάβγαλμα, ᾿ς τοίς ἄσκημες κουσούριˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/