ἀναβελάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβελάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβελάζω Ἤπ. ἀναβιλιˬάζω Ἤπ. ἀναβ’λιˬάζω Ἤπ. Κεφαλλ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) κ. ἀ. –Αλασκαράτ. Στιχουργ. ᾽55 -Λεξ. Μπριγκ. ἀναβιρβιλιˬάζω Θεσσ. (Ἁλμυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. βελάζω. Ὁ τύπ. ἀναβιρβιλιˬάζω κατὰ διπλασιασμὸν ἐκ τοῦ ἀναβιλιˬάζω διὰ τοῦ διαμέσου *ἀναβιλβιλιˬάζω. Πβ. ἀναβλύζω-ἀναβιβλύζω, βάτσινα -βαβάτσινα, χαλὶν-χαχάλιν, τοῖος- τοίτκο͜ιος. Ἰδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 18.

Σημασιολογία

1) Βελάζω δυνατά, ἐπὶ αἰγῶν καὶ προβάτων Ἤπ. :Κρεμάστηκε ἡ γίδα μου κιˬ ἀναβέλαξε ἀπ᾿ τοὶς φωνές β) Ὑλακτῶ, ἐπὶ κυνὸς ᾽΄Ηπ:. : ᾿Αναβέλαξαν τὰ σκ’λιˬά ἀπόψε. Συνών. ἀλυχτἐνω, ἀλυχτομανῶ 1, ἀλυχτουρῶ 1, ἀλυχτῶ Α1,γαβγίζω, ὑλάζω. 2)Γοῶ, θρηνῶ γοερῶς, ὀλολύζω, ἐπὶ ἀνθρώπων ᾽’Ηπ. : ᾿Αναβέλαξαν οἱ γυναῖκες ἀπ᾿ τὰ κλάματα. β) Κλαυθμυρίζω πολύ, ἐπὶ παιδίων Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Ἤπ. Κεφαλλ. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) -ΑΛασκαράτ. ἔνθ᾽ ἀν. : ᾽Αναβιρβίλιαξε τὸ μωρὸ Ἁλμυρ. Φρ. Νὰ μὴ σοῦ ἀναβ’λιˬάξῃ παιδί ! (νὰ μὴν ἀποκτήσῃς τέκνον! ’Αρὰ) ᾽Αργυρᾶδ. Ποίημ. Μόνε ἀκούν ποῦ ἀναβ’λιˬάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τσοὺ σκύλλους ποῦ ἔχυσαν κέ ἀλυχτούσαν ΑΛασκαράτ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. βελάζω. 3) Φωνάζω ὑπερβολικῶς, διαλαλῶ δυνατὰ Ἤπ. Κεφαλλ. : ᾿Αναβέλαξε ὁ κόσμος ἀπ’ τοὺς φόρους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/