ἀναβέλαξι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβέλαξι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναβέλαξι ἡ, ἀνάβ’λιˬαξι Κεφαλλ. -ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.2 44 Ἤθη, ἔθιμα 130 -Λεξ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναβελάζω, παρ’ὃ καὶ ἀναβ’λιˬάζω, ὅθενὁ τύπ. ἀνάβ᾽λιˬαξι.

Σημασιολογία

1) Θρῆνος, κοπετὸς Κεφαλλ. ΑΛασκαράτ. Ἤθη, ἔθιμα 130: Ἐκεῖνες ποῦ λιγώτερο μὲ ἀγαπούσανε ἐκάμανε τήν περισσότερη ἀνάβ’λιˬαξι Αλασκαρκτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Φωνή, θόρυβος Κεφαλλ. ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.2 44: Ποίημ. Τότες ἐγίνηκ’ ἕνα ταρνανάι μιˬὰν ἀνάβ’λιˬαξι, μιˬὰν ἀπελπισία ΑΛασκαράτ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/