ἀναβιγλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβιγλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβιγλίζω ἀμάρτ. ᾿νεβιγγλίζω Α.Ρουμελ.(Σωζόπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. βιγλίζω.

Σημασιολογία

Παρατηρῶ, ἐξετάζω τὰ πέριξ ἀπὸ τῆς βίγλας, ἤτοι τῆς σκοπιᾶς: ᾎσμ. Στὴ βίγγλα ἐνεβίγγλισε σὰν πεινασμένος λύκος, δὲ γλέπει δέκα κ’ ἑκατό, μόν’ γλέπει χιλιάδες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/