ἀναβλαστάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβλαστάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβλαστάνω Α Ἐφταλ. Μαζώχτρ. 72 -Λεξ. Δεέκ Πρω. ἀναβλαστένω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναβλαστένω. Ἡ μετοχ. Ἀναβλαστεμένος καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Βλαστάνω ἐκ νέου, ἀναδίδω νέους βλαστοὺς ἔνθ’ ἄν.: Ἄρχιζαν κ᾽ ἔδιναν καρπὸ τ᾿ ἀναβλαστημἑνα τὰ λα͜ιόδεντρα ΑἘφταλ. ἔνθ’ἀν. Συνών. Ξαναβλαστάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA