ἀναβοηˬθῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβοηˬθῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβοηˬθῶ ἀμάρτ. ἀνεβουθῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνεbουθῶ Νάξ. ἀνιφουτῶ Λεσβ. ἀνιφτῶ Κυδων. Λέσβ. ἀνεβουθίζω Νάξ. ἀνεbουθίζω Νάξ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναβοηθῶ. Πβ. Δούκα Βυζαντ. ἱστορ. 128,22 (ἔκδ. Βόννης) «μετακαλεσάμενοι οὖν τοὺς δοκιμωτάτους τῶν ἰατρῶν . σ . ἀνεβοήθουν αὐτὸν τάχα».

Σημασιολογία

Παρέχω συνδρομήν, βοηθῶ τινα νὰ κάμῃ τι ἔνθ’ ἀν.: Θές νὰ σ’ ἀνεβουθήσω; - Καὶ λές το κιˬ ὅλα; ᾿Ελα νά χαρῇς τὰ παιδιˬά σου, ἀνεβούθησέ με ! Ἀπύρανθ. Ἔλα νὰ μ’ ἀνιφτήσῃς Κυδων. Μὲ ἀνιφούτ’σι Λεσβ. ‖ Παροιμ. Ἀνιφούτα μι φτουχὲ νὰ μὴ γίνου σὰ τσὶ σὲ (ἐπί ἀναξίων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀξιοῦν νὰ βοηθοῦν ἄλλους) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/