ἀναβόισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβόισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναβόισμα τό, ΚΠασαγιανν. Παραμύθ. 38 ἀναβούισμα ΣΠασαγιάνν. ἐν Τέχνη 1,142.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναβοΐζω.

Σημασιολογία

1) Δυνατή φωνή, κραυγή ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 38: Ὅσο ἐζύγωναν τὰ βόιˬδα ᾿ς τὸ μακελλε͜ιό, τόσο αὔξαιναν τά μουκανητά κιˬ ἀναβοΐσματα. 2) ᾿Αντιβόησις, ἀντήχησις ΣΠασαγιάνν. ἐν Τέχνῃ 1,142: ᾿Απὸ τά δάσα γῦρο βγαίνει βαθύ ἀναβούισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/