ἀναβόλα͜ιο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβόλα͜ιο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναβόλα͜ιο τό, Προπ.(Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀναβόλα͜ιου Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ ἀναβόλαιον.

Σημασιολογία

Τὸ λευκὸν ἐπίμηκες ὕφασμα τὸ ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἀναδόχου ἀναρτώμενον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου βαστάζεται ὁ ἀναδεκτὸς κατὰ τὴν βάπτισιν καὶ ὅπερ προσφέρεται εἰς τὴν μητέρα διά νὰ τοῦ το κάμῃ φόρεμα. Συνών. ἀναβόλι 1, ἀναδόχι, δεχτούρι, κρέμασμα, κρεμαστήρι, λᾳδίκι, φωτίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/