ἀναβολιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβολιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρἠμα

Τυπολογία

ἀναβολιˬάζω ἀμαρτ (Ι) ἀναβουλιˬάζου Στερελλ (Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναβόλα.

Σημασιολογία

Ὑπακούω εἰς τὸ παρακέλευσμα ἀναβόλα (ἰδ. λ. σημ. 1) καὶ προχωρῶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον εἰς τὸ ἄκρο τοῦ ἀγροῦ διὰ νὰ μείνῃ μικρότερον τμῆμα ἀκαλλιέργητον διὰ τοῦ ἀρότρου, ἐπὶ βοός: Ἀναβουλιˬάζ’ τοὺ βόιδ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/