ἀναβορβορυˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβορβορυˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβορβορυˬάζω, ἀνεβουρβουλυˬάζω Θρᾴκ. (Περίστασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. βορβορυˬάζω.
Σημασιολογία
Βρίθω, ἀφθονῶ: Ἀνεβουρβούλυˬασαν οἱ κόρ’ζες νὰ μᾶς πνίξουν (κόρ’ζες=κορεˬοί). Πβ. καὶ Πρόδρομ. 4,11g (ἔκδ. Ηεsseling-Pernot) «ὁ κόρφος του βουρβούριζεν ψεῖρας ἀμυγδαλάτας».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA