ἀνάβραδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάβραδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάβραδο τό, ΓΜαρκορ. Ποιητ ἔργ. 73 ἀνάβραδου Μακεδ. (Πάγγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. βράδυ.

Σημασιολογία

Ὁ πρὸς ἑσπέραν χρόνος: Τ᾽ ἀνάβραδα οὑ βασιλεˬὰς βγῆκι γιˬὰ πιρίπατου Πάγγ. ‖ Ποιημ. Ὡς γοργὰ τ᾿ ἀνάβραδο ᾿ς τὸ γονικά σου φτάσῃς, τὰ ὡραῖα ποῦ σὄδωκε ὁ Θεὸς παιδάκιˬα ν᾿ ἀγκαλεˬάσῃς ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/