ἀνάβρασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάβρασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Συχνότητα
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάβρασι ἡ, Πελοπν. (Λακων. ᾿Ολυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀνάβρασις.
Σημασιολογία
1)Βράσις μέχρι βαθμοῦ τινος Πελοπν. (᾿Ολυμπ.): Τὸ κρέας εἶναι ᾽ς τἠν ἀνάβρασι, βγάλε δυˬὸ τρεῖς μεζέδες νά φάμε Συνών. ἀνάβρασμα 1. β) Τὸ ζέον ὕδωρ Πελοπν.(᾽Ολυμπ.): Πλῦνε τὲς στάμνες μὲ ἀνάβρασι. Συνών. θερμός. 2) Μεταφ. ταραχή, θόρυβος, ἀναστάτωσις Πελοπν. (Λακων.): Σήμερις ἔγινε ἀνάβρασι μεγάλη. Συνών. ἀναβρασίλα 3, ἀναβρασμὸς 2, ἀνακάτωμα, ἀνακάτωσι, ἀνακατωσιˬά, άνακατωσούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA