ἀφιδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφιδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφιδιˬάζω Ἄθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀφ’, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀπὸ, καὶ τοῦ ἐπιθ. ἴδιˬος.

Σημασιολογία

Εἰς τὴν μοναχικὴν γλῶσσαν, ζῶ κατὰ μόνας, μόνος μου, ὡς μοῦ ἀρέσκει, ἰδιορρύθμως, οὐχὶ κοινοβιακῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/