ἀφίλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφίλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφίλητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀφί᾽τους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφίλετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφίλιγος πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀφίλητος=ὁ μὴ φιλούμενος, ὁ μὴ ἀγαπώμενος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ λαβὼν φίλημα στοργῆς ἢ ἔρωτος σύνηθ.: Ἄφησε τὸ παιδάκι της ἀφίλητο καὶ τό ᾽πιˬασε τὸ παράπονο σύνηθ. || ᾌσμ. Δώδεκα χρόνους ἔκανα μ’ ἕνα κορίτσι ἀντάμα, νὰ τὸ φιλήσω ντρέπουμαι, νὰ τοῦ τὸ εἰπῶ φοβᾶμαι, μὰ νὰ τ’ ἀφήσω ἀφίλιγο, ταχεˬὰ γελάει μὲ μένα Πελοπν. (Μάναρ.) Δύσκουλου εἶνι γιˬὰ νὰ βρῇς ἀμύριστη καννέλλα, ἀχάιδιφτου βασιλικὸ τσ᾽ ἀφίλητη κουπέλλα Λέσβ. Ἀντίθ. φιλημένος (ἰδ. φιλῶ). β) Ὁ ἠθικῶς ἁγνός, ἐπὶ γυναικὸς καὶ ἰδίᾳ παρθένου Λεξ. Δημητρ.: Ἀφίλητη τὴν πῆρε ὁ Χάρως. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ φιλήσῃ ἕνεκα ἀσχημότητος, ρυπαρότητος κττ. Λεξ. Δημητρ.: Μοῦ ᾽ναι ἀφίλιγο τὸ χέρι τοῦ γέρου. Ἀφίλιγη εἶναι ἡ μπαμπόγρα͜ια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA