ἀφιλογὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφιλογὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφιλογὴ ἡ, Κορσ. Πόντ. (Οἰν.) Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) ἀφ᾿λογὴ Θρᾴκ. Πελοπν. (Γορτυν.) ἀφ᾿λουγή͵ Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ) ’φ’λουγὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀθ’λουγὴ Κυδων. ἀθιογὴ Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμφιλογία.

Σημασιολογία

1) Ἔρις, λογομαχία, φιλονικία Πόντ. (Οἰν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) β) Ὁμιλία, συζήτησις, συνδιάλεξις Κορσ. Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) γ) Μωρολογία, φλυαρία (Λέσβ.) δ) Ὁμιλία περί τινος, μνεία Λέσβ.: Παροιμ. φρ. Σῦρ’ τ᾿ν ἀφ᾿λουγή τ᾽ | νὰ δῇς τσὶ τοὺ κουρμι' τ’ (ἐπὶ τοῦ ἐμφανιζομένου καθ’ ἣν στιγμὴν γίνεται περὶ αὐτοῦ λόγος). 2) Λόγος ὑβριστικὸς ψευδῶς ἀποδιδόμενος εἴς τινα μὴ ἔχοντα γνῶσιν αὐτοῦ Πελοπν. (Γορτυν.) β) Κακολογία, διαβολὴ Κυδων. Λέσβ. Τσακων.: Ὁ δεῖνα ἐφκε͜ιάτζε νία ἀθιˬογὴ Τσακων. Συνών.͵ ἀβάνεμα, ἀβανιˬὰ 1, ἀφορμή, συκοφαντία. 3) Θόρυβος, ὀχλαγωγία Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Πβ. ἀθιβολή, ἀθιβολία, ἀμφιβολία, ἀναθιβολή, ἀφιλογιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/