ἀφιλογιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφιλογιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφιλογιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Γορτυν.) - ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 56. ἀφ’λουγιˬά Κυδων. Λέσβ. ’φιλουιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.) ἀθ’λουγιˬά Κυδων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμφιλογία.
Σημασιολογία
1) Ἀμφισβήτησις, ἀντιλογία Μακεδ. (Βελβ.) Πελοπν. (Γορτυν.) - ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Ὁ βασιλεὰς δὲν ἤθελε ἀφιλογιὰ ν’ ἀκούσῃ ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν.: 2) Σπερμολογία, καταλαλιά, συκοφαντία, ρᾳδιουργία Κυδων. Λέσβ.: Ἀγαπᾷ τ᾿ς ἀθ'λουγιˬὲς Κυδων. Ἀπόσουσι ἓνα κόσμου ἀθ’λουγιˬὲς κ᾿ ἔφ᾽γι ἡ σαλιˬάρα αὐτόθ. Οἱ γριγὲς κουβιdιˬάζιν τσὶ κρίνιν dοὺν ἕνα τσὶ dοὺν ἅλλου τσὶ κάνιν ἀφ᾽λουγιˬὲς Λέσβ. Πβ. ἀφιλογή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA