ἀφιλογιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφιλογιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφιλογιˬάζω ἀμάρτ. ἀφ’λογιˬάζω Πελοπν. (Γορτυν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφιλογή.
Σημασιολογία
Διαβάλλω, συκοφαντῶ. Συνών. ἀβανεύω 1, ἀβανιˬάζω 1, ἀβανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA