ἀφιλόκαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφιλόκαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφιλόκαλος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀφιλόκαλος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀρεσκόμενος εἰς τὸ ὡραῖον, ὁ μὴ φιλόκαλος, ἀκαλαίσθητος : Ἀφιλόκαλη γυναῖκα. Ἀντίθ. φιλόκαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA