ἀφιλόξενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφιλόξενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφιλόξενος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀφιλόξενος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀγαπῶν ἢ μὴ περιποιούμενος τοὺς ξένους: Ἄνθρωπος ἀφιλόξενος. Γυναῖκα ἀφιλόξενη. 2) Ἐπὶ τόπου, ὁ κατοικούμενος ὑπὸ ἀφιλοξένων: Τόπος ἀφιλόξενος. Ἀντίθ. φιλόξενος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/