ἄρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄρα ἡ, (Ι) Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Σῦρ. Χίος.

Ετυμολογία

᾿Ιταλ. ara. Ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 4.12. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Εἶδος δικτύου ρομβοειδοῦς σχήματος τὸ ὁποῖον στηρίζεται ἐπὶ τοῦ ἐδάφους διὰ πασσαλίσκων καὶ φέρει ἐν τῷ κέντρῳ πασσαλίσκον δείχτην καλούμενον, ἐπὶ τοῦ ὁποιου προσδένεται ὁ πεταδοῦρος. Διά τοῦ δικτύου τούτου συλλαμβάνονται μικρὰ πτηνά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/