Ἀραβικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀραβικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Ἀραβικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβ - θέμ. τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἄραψ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ἀραβίαν ἢ τὸν Ἄραβα ἢ ὁ ἐξ Ἀραβίας προερχόμενος λογ. σύνηθ. Ἀραβική γλῶσσα. Ἀραβικὰ ἄλογα σύνηθ. || Ποίημ. Κούφιˬα ᾽ς τ᾽ Ἀτζέμικα χαλιˬὰ φεύγ’ ἡ φαρδε͜ιά του φτέρνα, γιˬατ’ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ λουτροῦ καὶ τρέχει να ραντίσῃ μ᾽ Ἀραβικὰ μυρωδικὰ τὴ σομακιˬά τὴ στέρνα ΟΜπεκὲς ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 260. Συνών. Ἀράπικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA