ἄφκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄφκος ὁ, Θρᾴκ. Ἰκαρ. Κεφαλλ. Παξ. Σίφν. κ.ἀ. ἄφκους Ἤπ:. Θρᾴκ. Μακεδ. Σάμ. Σαμοθρ. κ.ἀ. ’φάκος Ἰκαρ. ἄφκο τό, Ἤπ. Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀφάκη. Πβ. Κορ Ἄτ. 4,40.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν πίσον τὸ ἥμερον (pisum sativum) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae). Συνών. μπιζέλι. Πβ. ἀγριοάφκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA