ἀφλόγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφλόγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφλόγιστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀφλό'στους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φλογιστὸς < φλογίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων φλόγωσιν, ὁ μὴ φλογισμένος, ἐπὶ τοῦ δέρματος. 2) Ὁ μὴ ἔχων πυρετόν. Συνών. ἀπύρετος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA