ἀφλόμωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφλόμωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφλόμωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀβλόμωτος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φλομωτὸς < φλομώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ναρκωθεὶς διὰ τοῦ φυτοῦ φλόμου, ἐπὶ ἰχθύων πολλαχ.: Τ’ ἀ-έλιˬα ᾽ὲν πιˬάν-νονται ἀβλόμωτα Κύπρ. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος ν᾽ ἀλιευθῇ διὰ φλόμου Λεξ. Δημητρ.: Τὰ μεγάλα ψάριˬα εἶναι ἀφλόμωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA