ἀραδαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραδαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀραδαριˬὰ ἡ, Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Σίφν. κ.ἀ. ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 11 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 32 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,227 ΓΔροσίν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 82 ἀραδαρία Ζάκ. ἀραδαρέα Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀραδάρις.
Σημασιολογία
1) Σειρὰ ἔνθ᾽ ἀν. Ἀραδαριˬὰ καρρότσες - ἀνθρώποι Λακων. Ἀραδαριˬὰ κουρούπιˬα Σίφν. Ἐσκάψαμε μία ἀραδαρέα κλήματα Κύθηρ. Μιˬὰ ἀραδαριˬὰ φρικτὲς βλαστήμιες ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Καὶ πάν ᾿ς τοὺς κάμπους, ’ς τὰ σπαρτά, σὰν τὸ μερμηκολόι, ὅταν στρατεύῃ ἀπ᾿ τοὶς φωλεˬὲς κιˬ ἀραδαριˬὲς ἁπλώνῃ ΣΙΙασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀραδαριὰ Εὔβ. (Ὄρ.) Ἀραδαριˬὲς Ζάκ. Ἀραδαρἑς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράδα Α1 2) Ἐπιρρηματ., κατὰ σειρὰν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀραδαριˬά σκυμμένες οἱ νύφες Κέρκ. || Φρ. Παίρνω ἀραδαριˬὰ (ἐπισκέπτομαι κατὰ σειρὰ τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου) Λακων. || Ποίημ. Ἀραδαριˬὰ θὰ βρῇς ἐκεῖ τὸν κάμπο νὰ γιˬομίζουν χιλιˬάδες βασιλόπουλλα, χιλιˬάδες παλληκάριˬα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ κλήματα ἀφροστάφυλα | τοὶς κραββατεˬὲς ἡσκιˬώνουν, καὶ κυπαρίσσιˬα ἀραδαριˬὰ | παλεύοντας μὲ τὸ βορεˬὰ ἀνίκητα ψηλώνουν ΔΔροσίν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀράδα Β1
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA