ἀραδάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀραδάρις ὁ, Ἤστ. ἀραδορ’ς Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾽ραδάρις Κύπρ. ᾽λαδάρις Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα καὶ τῆς παραγωγικῆς κατα -άρις Ἐν τῷ τύπ. ’λαδάρις τὸ ρ ἐτράπη εἰς λ κατ’ ἀνομ. πρὸς τὸ ἑπόμενον ρ.

Σημασιολογία

1) Ὁ διανέμων κατὰ σειρὰν ὕδωρ, ὑδρονομεὺς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Συνών. Νεροκράτης, νερολόγος. 2) Ὁ τελευταῖος ἐν τῇ σειρᾷ τῶν θεριστῶν Κύπρ. ᾎσμ. Καὶ τοῦ ᾿ραδάρι πρέπει του μιˬὰ ὄρνιθα κουντούρα, νὰ σηκωστῇ ’ποὺ τὸ πωρνὸν νά βρῃ τὴν πασπατούραν (σκωπτικόν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/