ἀραdεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραdεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀραdεύω Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. aramak.

Σημασιολογία

Ζητῶ νὰ προσεγγίσω τινά: ᾎσμ. Μὲ γλέπ’ ἡ ρόκκα κ’ ἔρχεται, τ’ ἀδράχτι κι ἀραdεύει καὶ τὸ σφοντυλοκύλιντρο νὰ κάτσω δὲ μ’ ἀφίνει. Πβ. ἀραdίζω 1, ἀραεύω

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/