ἀφνίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφνίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφνίδι τό, Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφνίδιος.
Σημασιολογία
Αἰφνίδιον κακόν, αἰφνίδιος συμφορά: Νὰ τὸν εὕρῃ τ᾽ ἀφνίδι! (ἀρά). Συνών. ἀφνίδιˬο (ἰδ. ἀφνίδιος 2).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA