ἀφνιδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφνιδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφνιδιˬάζω, μέσ. ἀφνιδιˬάζομαι ἀμάρτ. ’φνιδιˬάζομαι Κίμωλ. Νάξ. Ρόδ. Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀφνίδιˬα. Παρὰ Βλαχ. τύπ. φνιˬάζω. Πβ καὶ μεσν. αἰφνιδιάζω.

Σημασιολογία

1) Μὲ καταλαμβάνει αἰφνιδίως πόνος εἰς τὴν ράχιν ἢ τὴν ὀσφὺν ἐκ διαστροφῆς Κίμωλ. Νάξ. Σκῦρ.: Πῆγα νὰ στσύψου τσαὶ ’φνιδιˬάστ’κα (στσύψου = σκύψω) Σκῦρ. 2) Ἐκπλήσσομαι Μύκ. Ἐφ᾽διάστ᾽κα ποῦ τὸν εἶδα. Συνών. Ξαφνιˬάζομαι (ἰδ. ξαφνιάζω). 3) Πάσχω αἰφνίδιον κακὸν Ρόδ.: ᾿Εφνιδιˬάστηκα καὶ τώρᾳ δὲν ἠμπορῶ νὰ σηκωθῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/