ἀφνίδιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφνίδιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφνίδιος ἐπίθ. πολλαχ. ἀφνίδιˬος πολλαχ. ἀχνούδιος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. αἰφνίδιος ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. ἄφνω, ὅτε καὶ τοῦτο χαρακτηριστέον ὡς ἀρχ. ἀμάρτυρον.

Σημασιολογία

1) Ἀπροσδόκητος, αἰφνίδιος ἔνθ. ἀν.: Αἴσκιστον κακὸ καὶ ἀφνίδιˬον! (ἐνν. νὰ σ’ εὕρῃ. Ἀρὰ) Ἀμοργ. Καὶ κατὰ σύνταξιν προληπτικήν: Ἐπέθαν᾿ ἀχνούδιος (ἀπέθανεν αἰφνιδίως) Κεφαλλ. Συνών ἀφόραχτος, ἄλλα συνών. ἰδ, ἐν λ. ἀναπάντεχος 1. 2) Οὐδ. οὐσ, αἰφνίδιος συμφορά, ἀπροσδόκητον κακὸν Μύκ. κ.ἀ.: Τὸν βρήτσενε ἀφνίδιˬο Μύκ. Ὅπου νὰ σέ ’βρῃ ἀφνίδιˬο! (ἀρὰ) Νίσυρ. Συνών. ἀφνίδι, ἄλλα συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξαφνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/