ἄφοβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφοβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄφοβα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄφουβα βόρ. ἰδιώμ. ἀνάφοβα Βιθυν. κ.ἀ. ἀνέφοβα Θρᾴκ. (Καλαμ. Μυριόφ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄφοβος. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Πικατ. Ρίμ. 179 (ἔκδ. GWagner σ. 229) «λοιπὸν μὲ θάρος ἄφοβα ἐσίμωσα κοντά του». Περὶ τῶν τύπων ἀνάφοβα, ἀνέφοβα ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.

Σημασιολογία

Χωρὶς φόβον, μὲ θάρος, μὲ τόλμην ἔνθ’ ἀν.: Μιλῶ - περπατῶ ἄφοβα. Γυρίζει τὴ νύχτα ἄφοβα ᾽ς ἐρημιˬές. Κάνει τὴ δουλε͜ιά του ἄφοβα κοιν. || Φρ. Ἄφοβα ἐστάθα (δὲν ἐπτοήθην) Τραπ. Χαλδ. Συνών. ἀνεντήρητα, ἀπόφοβα, ἀτρόμαχτα, ἀτρόμητα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/