ἀφοβέριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφοβέριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφοβέριστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀφουβέρ’στους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφοΐριστος Μεγίστ. ἀφοβέριγος πολλαχ. ἀφουβέργους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φοβεριστὸς < φοβερίζω. Τὸ ἀφοΐριστος κατ᾿ ἀνομοιωτικὴν τροπὴν τοῦ e εἰς i παρὰ τὸ ο καθὼς καὶ ἀποδέλοιπος - ᾿ποΐλοιπὸς, τὸ αἶμα - τ᾽ ὄιμαν, φοβέρα - φοΐρα κττ. Ἰδ. NAnbriotis ἐν Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 6 (1939/4Ο) 176.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀπειλούμενος ἢ ἀπειληθεὶς ὑπό τινος πολλαχ.: Ἀφοβέριστα τὰ παιδιˬὰ δὲν ἡσυχάζουν Λεξ. Δημητρ. Δοῦλος ἀφοβέριστος δουλειὰ δὲν κάνει αὐτοθ 2) Ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, τολμηρὸς Ἤπ. Μεγίστ - Λεξ. Δημητρ.: Παιδὶ ἀφοβέριγο Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Περισσὸτερον ζοῦν οἱ φοβερισμένοι παρὰ οἱ ἀφοβέριστοι Ἤπ. Πεά πολλοί ’ναι - ν- οἱ ἀφοΐριστοι ἀπὸ τοὺς φοϊρισμένους Μεγίστ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἄφοβος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA