ἀφοβία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφοβία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφοβία ἡ, λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀφοβίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀφοβιˬὰ κοιν. ἀφουβιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀφοΐα Κύπρ. ἀναφοβιˬὰ ἀμάρτ. ἀναφουβιˬὰ Λέσβ. κ.ἀ. ἀνεφοβιˬὰ Ἤπ. κ.ἀ. ἀνιφουβιˬὰ Ἤπ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀφοβία. Περὶ τῶν τύπ. ἀναφοβιˬά, ἀνεφοβιˬὰ ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ φοβῆταί τις, θάρος, τόλμη ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει ἀφοβιˬὰ ποῦ δὲ λέγεται. Μὲ τὴν ἀφοβιˬά του τὸ κατάφερε κοιν. || Ποίημ. Γύρισε ’ς τὴ μητέρα σου καὶ τρέξε ’ς τοὺς δικούς σου καὶ γλέντισε τὴ νεότη σου, χάρου τὴν ἀφοβιˬά σου ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 19.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA