ἀραδιˬαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδιˬαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀραδιˬαστὸς ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀραδιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ κατὰ σειρὰν τεθειμένος σύνηθ.: Ἓνας ἄξιˬος ζευγολάτης κεντοῦσε δυˬὸ γερὰ βόδιˬα καὶ πήγαινε πέρα δῶθε κιˬ ἄνοιγε ᾿ς τὸ διˬάβα του ἠ γῆς αὐλάκιˬα μεγάλα, πλατεˬὰ κιˬ ἀραδιˬαστὰ ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 68. Τὸ μελαγχολικό, βαρὺ χτήριο σε͜ιέται συθέμελο κ᾽ ἕνα βαρὺ ἀγκομαχητὸ βγαίνει ἀπὸ τ’ ἀραδιˬαστά, καπνισμένα παράθυρα, ἀπὸ τοὶς βαρε͜ιὲς σιδερόπορτες ΚΠαρορ. Στὸ ἄλμπουρ. 7. || Ποιήμ. Πετάει ἐκεῖνο καὶ γοργὸ μὲ τὸ νερὸ γυρνάει καὶ τὸ σταλάζει ἀνάλαφρα ᾽ς τ᾽ ἀραδιˬαστὰ κομμάτιˬα κ᾿ ἐκεῖ ποῦ πέφτει τὸ νερὸ κολλοῦν καὶ ζωντανεύουν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,231. Εἶδες σταφιδ’ ἀραδιˬαστὴ μὲ προσοχή ᾿ς τ᾽ ἁλώνι, ὅταν βροχὴ αὐγουστιˬάτικη προδοτικὰ πλακώνῃ; ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 26.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/