ἀραδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀραδίζω πολλαχ. ἀραδίζου Εὔβ (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Κομοτ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Γκιουβ. Δεσπότ. Καστορ. Καταφύγ. Νιγρίτ. Σέρρ.) Σάμ. κ.ἀ. ’ραδίζω Ἤπ. Πελοπν. (Οἰν.) ’ραδίζου Μακεδ. (Πάγγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀράδα).

Σημασιολογία

1) Βαδίζω ἠρέμα καὶ διὰ μικρῶν βημάτων πρὸ πάντων κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, βηματίζω, συνήθως ἐπὶ τῶν μικρῶν παιδίων, ὅταν ἀρχίζουν νὰ βαδίζουν κατὰ μῆκος τῶν τοίχων στηρίζοντα τὰς χεῖρας ἐπ᾽ αὐτῶν ἢ βαδίζουν ἐπιλαμβανόμενα τῶν ἀνακλίντρων, καθισμάτων κττ. Θρᾴκ. (Κομοτ.) κ.ἀ.: Τοὺ πιδὶ ἀρχί’σι ν᾽ ἀραδίζ’ Κομοτ. Συνών. φρ. Κάνω στράτα. β) Περιδιαβάζω, περιέρχομαι ἐδῶ κ’ ἐκεῖ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Γκιουβ.): Οἱ δεῖνα ἀραδίζουν Γκιουβ. 2) Προχωρῶ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. Μακεδ. (Δεσπότ. Νιγρίτ. Πάγγ. Σέρρ.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Δὲν πάν σιμά, δὲν πάν μακρεˬά, κουντὰ ’ς τοῦ παρακκλήσι οὑ μαῦρους του σταμάτησι κὶ πεˬὰ δεν ἀραδίζει Νιγρίτ. 3) Ἐνεργ. καὶ σπανίως μέσ. ἔχω δίοδον, διέρχομαι. πολλαχ.: Ἀποδῶ - ἀποκεῖ ἀραδίζω ΙΙελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κυνουρ. Οἰν. κ.ἀ.) Δὲν ἔχει ἀλλο δρόμο, ἀποδῶ ἀραδίζουν Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Ἀραδίζω ᾿ς τὸ χωράφι μου ἀπὸ τὸ δικό σου Εὔβ. (Κύμ.) Ἀραδίζω ᾿ς τὸ σπίτι μου ἀπὸ την αὐλὴ αὐτόθ. Ἀραδίζουμαι ἀπ’ αὐτὴ τὴν πόρτα Οἰν. Δεμένος μὲ τὸ σκοινὶ ἀπὸ τὰ κέρατα ὀ Λιάρος ἔβλεπε μὲ λαχτάρα τὰ συντρόφιˬα του ν’ ἀραδίζουν ἐλεύτερα τὸ στενὸ μονοπάτι ΚΠασαγιάνν. Μοσκ 27. Ἀνοίγουσι μονοπάτι διὰ ν᾿ ἀραδίζουν ΑΠαπαδιαμ. Πασχαλ. διηγ. 90. β) Ἀμτβ. Εἶμαι βατός, πολυσύχναστος Πελοπν (Ἀρκαδ.): Δὲν ἀραδίζει ο δρόμος. 4) Συχνάζω, πηγαινοέρχομαι Ἤπ. Μακεδ. (Δεσπότ. Καστορ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀκαρναν. Ἀράχ.) κ.ἀ. Ἀράδιζε πέρα δῶθε Τρίκκ. Θ’ ἀρχινήσουν τώρᾳ ν᾿ ἀραδίζουνε ὅπου νά ’ναι αὐτοθ. Μὲ πο͜ιὸν ἀραδίζεις; Λακων. Ποῦ ἀράδιζες; αὐτοθ. || ᾎσμ. ’Σ τ᾽ ἰσένα πάνου κ᾽ ἔρχουμι, ᾿ς τ᾿ ἰσένα κιˬ ἀραδίζου Δεσπότ. Πβ. ἀραδιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/