ἀραdίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραdίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀραdίζω πολλαχ. καὶ Καππ. (Τελμ.) ἀραdίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀαdίζου Σαμοθρ. ἀραdῶ Καππ. (Οὐλαγ. Φλογ.) ἀραδῶ Θεσσ. ἀραδάου Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρ. aramak παρὰ τὸ θέμ. τοῦ ἀορ. aradim

Σημασιολογία

1) Ζητῶ ἔνθ’ ἀν.: Τόσην ὥρα σ’ ἆραdίζω Προπ. (Πάνορμ.) Ἀραdίζου νά ’βρου κἄτι ποῦ ἔχασα Μακεδ. Ἀραδοῦσα ἓνα χέ’ νὰ τοὺ ψήσουμι Θεσσ. Τί ᾽χασις κιˬ ἀραdίεις; Ἴμβρ. 2) Ἐξετάζω, ἐνδιαφέρομαι περί τινος Θεσσ. (Πήλ.) Ἴμβρ.: Ἔδγιου δὲ d’ ἀραdίζ’ τέτο͜ια (ἐδῶ δὲν τὰ ἐξετάζουν αὐτὰ) Ἴμβρ. Πβ. ἀραdεύω, ἀραεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/