ἀφομο͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφομο͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφομο͜ιάζω, ᾽θουμο͜ιάζου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φοδραριστὸς <φοδράρω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων φόδραν, ἐσωτερικὸν ὑπόρραμα ἔνθ’ ἀν. : Ἀφοδράριστο παλτό - σακκάκι κττ. Συνών. ἀστάρωτος, ἀσωντύμιˬαστος 1, ἀσωπάννιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/