ἀραδίσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραδίσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀράδισι ἡ, Εὔβ. (Κύμ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀράδ’σ’ Στερελλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀραδίζω.
Σημασιολογία
Δίοδος, ὁδός: Ἔχω ἀράδισι ἀποδῶ Κύμ. Τὸ ἕνα σπίτι ἔχει ἀράδισι ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ ἄλλου Λεξ. Δημητρ. Ἔχει ἀράδισι ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ γείτονά του αὐτόθ. Μοῦ κάνατι τοὺ χουράφ’ ἀράδ’σ’ Στερελλ. Δὲν τοὺ κάνου τοὺ πιρβόλι μ᾽ ἀράδ’σ᾽ αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράδιασι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA