ἀραδίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀραδίτσα ἡ, Βιθυν. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Μακεδ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσα ἄνευ σημ. ὑποκοριστικῆς.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐν τῇ τοπικῇ ἀκολουθίᾳ σειρὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) : ᾎσμ. ’Σ τοὺ σκουλε͜ιὸ τὴν ἀραδίτσα | ἦταν μιˬὰ μικρὴ πουρτίτσα, μέσα ἦταν Μαργιˬουρίτσα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράδα Α 1. 2) Ἡ ἐν τῇ χρονικῇ ἀκολουθίᾳ σειρὰ ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Μὶ τὴν ἀραδίτσα σ᾽, ἄς εἶσι κὶ παππᾶς (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἀράδα 6) Μακεδ. Ἀραδίτσα, παππαδίτσα (μὲ τὴν σειρὰν σου, παππαδιά! Παιγνιώδης ἐπιτομὴ τῆς συνων. προηγουμένης) Κορινθ. Κρήτ. κ.ἀ. Ἀραδίτσα, παππαδίτσα (οἱ ἄνθρωποι ὑπόκεινται ὅλοι κατὰ διαδοχὴν εἰς δυστυχίας, ὥστε ὁ εὐτυχῶν δὲν πρέπει νὰ χαίρῃ διὰ τὴν ἀτυχίαν τοῦ ἄλλου, διότι καὶ αὐτὸς ἐνδεχόμενον νὰ δυστυχήσῃ) Ἤπ. Ἦρθ’ ἡ ἀραδίτσα μ᾿, | κατακα’μιρίτσα μ᾿ (ἐπὶ παρθένου τῆς ὁποίας ἦλθεν ἡ σειρὰ τοῦ γάμου ὑπανδρευθείσης τῆς πρεσβυτέρας ἀδελφῆς της. κατακα’μιρίτσα = κατακαλημερίτσα, ἡ πολὺ ὡραία, καλὴ ἡμέρα καὶ μεταφ. ἡ μεγάλη εὐτυχία) Ζαγόρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. Αράδα 6.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/