βλέψι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλέψι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλέψι ἡ, Κέρκ. Λευκ. –Λεξ. Βλαστ. 388 Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βλέψις.

Σημασιολογία

1) Ὅρασις Λευκ. –Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἔχασε τὴ βλέψι του Λευκ. Ἀδυνάτισε ἡ βλέψι του αὐτόθ. β) Βλέμμα Κέρκ.: Ἔχει μιˬὰ βλέψι ποῦ σὲ σκιˬάζει. Συνών. μάτι. 2) Ὄψις Κέρκ.: Ἡ βλέψι του δὲ μ’ ἀρέσει, μοῦ ’κάζεται ποῦ εἶναι ἀνήμπορος (μοῦ ᾿κάζεται ἀντὶ μοῦ εἰκάζεται=νομίζω, μοῦ φαίνεται).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/