ἀφορίδστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορίδστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφορίδστος ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φοριδστὸς < φοριδζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ποῦ δὲν εἶναι φοριδσμένος, δὲν ἔχει φορίδ (φορίδια), ἤτοι δύο σχοινία ἀπαραίτητα διὰ νὰ φορτωθῇ τις εἰς τὴν ράχιν διαπερῶν τοὺς βραχίονας, ἐπὶ καλαθίων κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA